τσαντίλα

τσαντίλα
η
(λ. σλαβ.)
1. σακούλα από αραιοϋφασμένο μάλλινο ύφασμα για το στράγγισμα του χλωρού τυριού, η τυροτσαντίλα.
2. κάθε αραιό ύφασμα για στράγγισμα, σουρωτήρι, στραγγιστήρι.
3. κάθε ύφασμα κακής ποιότητας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσαντίλα — (I) η, Ν βλ. τσατίλα. (II) η, Ν 1. σάκος από ύφασμα αραιά υφασμένο, που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τού τυριού 2. συνεκδ. κάθε ύφασμα με αραιή ύφανση 3. (κατ επέκτ.) ύφασμα κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tsedilo] …   Dictionary of Greek

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • ξεφτίλας — ο τιποτένιος, εξευτελισμένος, χωρίς υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφτίλα (πρβλ. τσαντίλα τσαντίλας)] …   Dictionary of Greek

  • τσατίλα — και τσαντίλα, η, Ν εκνευρισμός, θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • τυρηθμός — ο, Ν ηθμός τυριού, στραγγιστήρι, τσαντίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + ἠθμός «στραγγιστήρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”